- αγοράζω
- (Α ἀγοράζω)αποκτώ, προμηθεύομαι κάτι έναντι χρημάτων, ψωνίζωνεοελλ.1. προσπαθώ να εκμαιεύσω τις βαθύτερες σκέψεις, τις προθέσεις ή τους σκοπούς κάποιου, «τού παίρνω λόγια»2. παθ. αγοράζομαιδωροδοκούμαι3. (παθ. μτχ.) αγορασμένος, -η, -οαυτός που αποκτήθηκε με χρήματα, ο αγοραστός4. φρ. «σέ πουλάει και σέ αγοράζει», για πανέξυπνο ή πονηρό άνθρωποαρχ.1. συχνάζω στην αγορά*2. (για στρατιώτες) καταλαμβάνω τον τόπο τής αγοράς3. περιφέρομαι άσκοπα στην αγορά*4. (μέσο και παθ. με μέση σημ.) αγοράζω κάτι για τον εαυτό μου.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγορά.ΠΑΡ. αρχ. ἀγορασία, ἀγόρασις].
Dictionary of Greek. 2013.